ἐπιίστορα

ἐπιίστορα
ἐπιίστωρ
privy to
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιίστωρ — ἐπιίστωρ, ο (Α) 1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.) 2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ ) τού θέματος Fειδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”